μετάξινος

μετάξινος
-η, -ο
ο μεταξένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι ή μέταξα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στη Μετάφραση Υποκόμ. τής Βραζελόνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετάξινος — η, ο ο μεταξένιος, ο μεταξωτός: Μετάξινο ύφασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • μεταξένιος — α, ο (Μ μεταξένιος, α, ον) [μετάξι] 1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μετάξι, μετάξινος, μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με μετάξι ή έχει υφή μεταξιού, τρυφερός, απαλός και λείος («μεταξένια μαλλιά») …   Dictionary of Greek

  • μεταξωτός — ή, ό (ΑΜ μεταξωτός, ή, όν) [μέταξα] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μετάξι, ο μετάξινος ή μεταξένιος («μεταξωτό μαντίλι» 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταξωτό(ν) ύφασμα ή ένδυμα από μετάξι («τόσο πολύ τήν αγαπάει που τήν έντυσε στα μεταξωτά»)… …   Dictionary of Greek

  • σηρικός — και σειρικός, ή, όν, ΜΑ [σήρ, σηρός] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν α) μεταξωτό ένδυμα β) το κόκκινο χρώμα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά τά τζίτζιφα …   Dictionary of Greek

  • μεταξωτός — ή, ό ο φτιαγμένος από μετάξι, ο μεταξένιος, ο μετάξινος: Μεταξωτό μαντίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”